Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)
υἱῷ Μεεμέτῃ τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ βασιλείαν ἔδω σε, βασιλεύσας ἔτη τριάκοντα καὶ τέσσαρα.
ἂς ἀγαποῦν πάν τας, ἂς συντυχαίνωσι πάντας, καὶ τοὺς ἐδικούς των καὶ τοὺς ξένους, μετὰ τιμῆς· μη δὲν εἶναι ἀλαζονικοί, ἂς εἶναι ταπεινοὶ καὶ ἤρεμοι. Καὶ μηδὲν ἐνθυμοῦνται, ὅτι εἶναι βασιλέως ἀπόγονοι, ἀμὴ ἂς ἐνθυμοῦνται, ὅτι εἶναι διωγμένοι ἀπὸ τὸν τόπον των, ὀρ φανοί, ξένοι, ὁλόπτωχοι, ὅτι ἔναι χρεία νὰ ζοῦν ἀπὸ ξένα χέρια καὶ ὅτι, ἂν δὲν ἔχω σιν ἀρετήν, ἂν οὐδὲν εἶναι φρόνιμοι, ἂν οὐδὲν εἶναι ταπεινοί, ἂν οὐδὲν τιμώσι πάντας, οὐδὲ τοὺς θέλουν τιμήσειν οἱ ἄλλοι, ἀμὴ θέλουν τοὺς ἀποστρέφεσθαι πάντες. Αὐ τὰ οὖν ὅλα φρόντισέ τα καλὰ ἡ εὐγένειά σου μετὰ τοῦ Κριτοπούλου, ἐπειδὴ τὸ γο μάρι ἀπάνω σας ἔναι. Πρὸς τούτοις ἂς ἐπιμελοῦνται νὰ μάθωσι γράμματα, νὰ προ κόψουν· μηδὲν ἐνθυμοῦνται, ὅτι εἶναι εὐγενικοί. Ἡ εὐγένεια χωρὶς ἀρετῆς οὐδὲν εἶναι τίποτες καὶ εἰς πάντας μὲν τοὺς αὐθέντας, ὁποῦ ἔχουν καὶ μεγάλας αὐθεντίας καὶ ἀρ χάς, καὶ μᾶλλον εἰς αὐτούς, ὁποῦ ἔχασαν ὅλα. ∆ιὸ ἂς σπουδάζουν νὰ μανθάνωσιν, ἃς ἔχουν εὐπείθειαν καὶ ὑποταγὴν καὶ ὑπακουὴν εἰς τὴν εὐγένειάν σου καὶ εἰς τὸν ἰατρὸν ὁποῦ τοὺς ἐνέθρεψε, καὶ εἰς τὸν διδάσκαλόν των, καὶ ἂς σᾶς ὑπακούωσι καὶ ἂς ποιοῦν τὸ τοὺς λέγετε ἐξ ἅπαντος. Ἃς μάθῃ ὁ καθεὶς ἀπ' αὐτοὺς ἐκ στήθους ἕνα προσφώνημα τὸ πλέον μικρὸν εἰς τὸν πάπαν, νὰ τὸ εἴπωσι τοῦ πάπα γονατιστοὶ καὶ ἀποσκέπαστοι, ὅταν ἔλθωσιν ἐδῶ· καὶ μηδὲν γένῃ ἀλλέως. Ὅταν περιπατοῦν εἰς τὴν στράταν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποσκετάζονταί τους καὶ τιμοῦν τους, ἂς ἀποσκεπάζωνται καὶ αὐτοὶ τὸ καπάσι των, ἢ ὁλότελα ἢ πλεῖον ἢ ὀλιγώτερον ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁμοίως καὶ ἂν ἔρχωνται ξένοι εἰς τὸ σπίτι τίμιοι ἄνθρωποι νὰ τοὺς βλέπουσιν, ἂς τοὺς προσηκόνωνται, ἂς τοὺς ἀποσκεπάζωνται, ἂς τοὺς παρεκβάνωσι κατὰ τοὺς ἀνθρώ πους. Ἃς συντυχαίνωσι ὀλίγα μέν, ἔντιμα δὲ καὶ εὐχαριστικὰ καὶ ταπεινά, μηδὲν γε λῶσι ποσῶς, μηδὲν διαχαιτῶνται, ἀλλὰ μετὰ καθεστηκότος καὶ σοβαροῦ φρονήματος αὐτοὺς συντυχαίνουσιν. Εἰς τὴν τροφήν των ἂς εἶναι προσεκτικοὶ καὶ ἐγκρατεῖς. εἰς τὸ τραπέζι των ἂς κάθωνται μετὰ προσοχῆς καὶ παιδεύσεως. Ἂν θέλετε νὰ εἶναι πε παιδευμένοι εἰς τοὺς ἔξω, ποιήσατε νὰ εἶναι πεπαιδευμένοι εἰς τοὺς ἐδικούς των. Νὰ μηδὲν ἀναισχυντοῦν τινα· συνηθίσετέ τους ἀπὸ τώρα καλὰ ἤθη καὶ ταπεινὰ καὶ ἥμερα. Ἃς μανθάνωσιν ἀπὸ τώρα νὰ γονατίζουν ἐπιτήδεια καὶ εὔμορφα. Καὶ μηδὲν τὸ ἔχωσιν ἐντροπήν, ὅτι μεγάλοι ῥηγάδες καὶ βασιλεῖς τὸ ποιοῦσιν. Ὅταν σεβαίνουν εἰς ἐκκλη σίαν Λατινικήν, ἂς γονατίζουν καὶ ἂς εὔχωνται ὥσπερ οἱ Λατῖνοι· ὑπαγένετέ τους συνεχῶς εἰς τὰς ἐκκλησίας εἰς τὰς λειτουργίας καὶ ἂς στέκωνται μετὰ εὐλαβείας καὶ προσοχῆς χωρὶς γέλωτος, χωρὶς λαλιᾶς· ἂς γονατίζουν καὶ ἂς ἀποσκεπάζωνται ὥσπερ καὶ οἱ Λατῖνοι καὶ ἂς μιμοῦνται ἐκείνους. Ἂν οὕτως ποιῶσι, θέλουσι, βοηθηθεῖν, θέλουν ἔχειν τιμὴν παρὰ πάντας, θέλω δύνασθεν καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς συνεργῶ. Εἰ δὲ τἀ ναντία ποιοῦσιν, ἐγὼ οὐδὲ θέλω δυνηθεῖν νὰ τοὺς βοηθήσω οὐδὲ ὅλως· οἱ ἄνθρωποι θέλουν τους ἀποστραφεῖν καί τινας οὐδέν τους θέλει τιμήσειν οὐδὲ ποσῶς. Ταῦτα οὐ δὲν λέγω γράφειν τὴν εὐγένειάν σου καὶ τοὺς ἄλλους μὲ τόσην πολυλογίαν εὔκαιρα καὶ μάταια, ἀλλὰ διὰ νὰ λέγετε συνεχῶς τὰ αὐθεντόπουλα, νὰ ποιήσητε νὰ τοὺς τὰ ἀναγινώσκῃ συνεχῶς ὁ διδάσκαλός των, νὰ τὰ ἀγροικοῦν καλά, διὰ νὰ τὰ ποιῶσιν. Ἐκείνους τὰ ἤθελα γράψειν, ἀλλ' ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὡς νέοι ἀκόμι οὐδὲν τὰ ἀγροικοῦν καλά, δι' αὐτὸ γράφω τὰ τὴν εὐγένειάν σου, νὰ τοὺς παραινῆτε καὶ ἀπὸ λόγου μου καὶ ἀπὸ ἐδικοῦ σας νὰ ποιῶσιν, ὡσὰν γράφομεν. 562 Ἐνταῦθα ἔναι θανατικὸν κατὰ τὸ παρόν· δι' αὐτὸ ἐφάνη καλὸν μὲ τὴν βουλὴν τῶν ἀρχόντων, ὁποῦ εἶναι ἐδῶ, καὶ μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἁγιωτάτου πάπα, νὰ μηδὲν ἔλ θουν τὰ αὐθεντόπουλα ἐδῶ διὰ τὸν κίνδυνον, ἀλλ' οὐδ' αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀγκῶνα νὰ εἶναι, ἐπειδὴ οὐδὲ αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι γερός, ἀμὴ νὰ διαβῆτε νὰ ὑπάγετε εἰς ἄλλην χώραν την λέγουσι Τζίκολον, ὁποῦ ἔναι καλὸς ἀήρ, νὰ στέκετε ἐκεῖ ἕως τοῦ Σεπτεμ βρίου ἢ Ὀκτωμβρίου μὲ τοὺς αὐθεντοπούλους καὶ τὴν αὐθεντοπούλαν. Σκέψασθε ἐσεῖς ἐν τῷ μέσῳ, ἂν πρέπῃ νὰ ἀπομείνουν αὐτοῦ πάντοτε, ὡσὰν