1

 2

 3

 4

 5

 6

 7

 8

 9

 10

 11

 12

 13

 14

 15

 16

 17

 18

 19

 20

 21

 22

 23

 24

 25

 26

 27

 28

 29

 30

 31

 32

 33

 34

 35

 36

 37

 38

 39

 40

 41

 42

 43

 44

 45

 46

 47

 48

 49

 50

 51

 52

 53

 54

 55

 56

 57

 58

 59

 60

 61

 62

 63

 64

 65

 66

 67

 68

 69

 70

 71

 72

 73

 74

 75

 76

 77

 78

 79

 80

 81

 82

 83

 84

 85

 86

 87

 88

 89

 90

 91

 92

 93

 94

 95

 96

 97

 98

 99

 100

 101

 102

 103

 104

98

(15Β_424> Τῷ σοφῷ καί τιμίῳ γράμματι τῆς ὑμετέρας, δέσποτα, πατρικῆς ἁγιωσύνης ἐντυχών ἐπιμελῶς· πάντα τε σκοπήσας, καί πᾶσάν μου τῆς συνειδήσεως ἐναγνούς τήν βίβλον, οὐδέν εὗρον ἐμοί τῶν ἐμφερομένων. . .εσω. . ολο. . θᾶττον συνέστειλα τῆς ψυχῆς τόν τόνον, διασφίγξας τήν χαύνωσιν, ἀλλοτρίων καλῶν ἐπαίνοις προστεθῆναι, μάταιον ἡγησάμενος, καί μόνης ἴδιον εἶναι κρίνας ψυχῆς τήν ῥοπήν ἐχομένης πρός πᾶσαν ἀπάτην ἐπαγωγόν. Τῷ ὄντι γάρ μάταιον, ὡς ἀρετῆς μεστόν ἐπαίνους οἰκειοῦσθαι προπετῶς πειρᾶσθαι, τόν ἐν τοῖς πράγμασι τό κλέος τῶν λεγομένων οὐκ ἔχοντα. Ἀλλ᾿ ὁ ἐμός δεσπότης ἐκ τῶν οἰκείων τῆς ἀρετῆς πλεονεκτημάτων τά τῶν ἄλλων κρίνων, ψηφίζεται, διά περιουσίαν θεοειδοῦς τελειότητος τό αἶσχος καλύπτων, τόν πολλοῖς . . . παθῶν τετρωμένον, ὡς ἔθος ἐστί τοῖς ἀγαπῶσι τόν Κύριον. Πλήν ἐγώ, δέσποτά μου 0636 εὐλογημένε . . παμφαοῦς ἐπ᾿ ἀρετῇ τελειότητος τήν κέλευσιν ἠρωσ . . . οιμότατος, παντός ὀνείδους καί ψόγου τυχόν ἐμβῆναι μέλλων, ὡς ἐμῆς ἄν ἐπί τοῦτο προπετείας ἕνεκεν παρά τῶν . . λοσ . . νων, τήν ὑμετέραν ἀγάπην ἀνωτέρω τιθε . . . . . . κυρίῳ ἀββᾷ Θωμᾷ τούτῳ προθύμως ὑπουργ . . πράγματι. Ὀρέγοντες δηλαδή, τήν ἀρκοῦσαν ὕλην, ὡς οἶμαι, διά (15Β_426> τοῦ χειμῶνος, τήν τοιαύτην ὑμῶν τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος πληρῶσαι κέλευσιν δύνασθαι.

Σώζοιό μοι λίαν, ἠγαπημένε καί τίμιε Πάτερ, καί σώζοις ταῖς πρός Θεόν εὐχωλῇσιν υμ . . . τόν σόν οἰκέτην καί δοῦλον· προσθήσω δέ καί ἐραστήν, πάσης τῇ ἑαυτοῦ μεσιτείᾳ διαβολικῆς ἐξαιρούμενος μηχανῆς.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑ'. ... ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ. ΜΑ´ Τοῦ αὐτοῦ πρός τόν αὐτόν. Εἰς Χριστόν πάντα αἰχμαλωτίζειν ὑπό τοῦ Πνεύματος δεδιδαγμένος, ἐκ

πάντων οἶδε καρποῦσθαι ὠφέλειαν· ὥσπερ οὖν καί ὑμεῖς ἐξ ἐμοῦ τοῦ πάμπαν τῆς θείας ἠλλοτριωμένου χάριτος, καί τῶν νόμων τῆς σαρκός γενναίως καταδεδεμένου. Καί μηδέν ἔχοντός εἰμι καί σπουδαίως, χρεών ἦν με παραιτεῖσθαι καθόλου τοῦ ποτε φοιτᾷν, ἵνα μή βλάπτω μᾶλλον, ποιῶν τήν κέλευσιν ὑμῶν. Καί ἔρχομαι ὅτε ὁ Κύριος θελήσῃ, γινώσκων ἀχράντους καί ἀμολύντους ὑμᾶς διαμεμενηκέναι καί συνουσιάζοντές μοι τῷ βεβήλῳ. Τό γάρ καθ᾿ ἕξιν ἅγιον ὥσπερ τό φύσει, ὑπ᾿ οὐδενός ἀκαθάρτου χρανθήσεται. Περί δέ τῆς τοῦ Βεστίτορος, καλῶς ποιεῖτε συμπάσχοντες, εἰ μή ἔχῃ βλάβην τό πρᾶγμα· καί μάλιστα εἰ γινώσκετε δύνασθαι ἀνέξεσθαι αὐτῆς.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΒ'. ... ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ. ΜΒ´Τοῦ αὐτοῦ πρός τόν αὐτόν. Ὁ μακάριος ∆αβίδ, ὁ μέγας ἐκεῖνος τοῦ Κυρίου βασιλεύς, μετά τούς φοβερούς

τῶν ἀλλοφύλων πολέμους, μετά τούς μεγάλους τῶν ὁμοφύλων πειρασμούς, μετά τάς ἐπιπόνους φυγάς καί τάς ὑπέρ τῶν πολλῶν εὐεργεσιῶν συχνάς ἐπιβουλάς, μετά τάς τῶν συγγενῶν ἐπαναστάσεις, μετά τήν τρ . . . . ησιν τε καί βασιλείαν, ὅταν ᾔσθετο τοῦ Θεοῦ πανταχόθεν αὐτῷ . . . . . . αύοντος· τότε (15Β_428> διενοήθη οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ Κυρίῳ Θεῷ . . . . . καί ἀποδέχεται μέν αὐτόν ὁ Θεός ὡς καλῶς διανοηθέντα . . . . . . ησιν δέ καί ὅμως διαστολήν πρόσφορον, λέγων . . . . . . σπέρμα τό ἐξ αὐτοῦ δεῖν εἰς πέρας ἀγαγεῖν τό καλόν τ. . . . ας ἐγχείρημα· προσθείς τήν αἰτίαν, διά τό πολύν αὐτόν ἐκκεχυκέναι αἷμα ἐπί τῆς γῆς. Καί πείθεται μέν παραινοῦντι τῷ Θεῷ· ἀσπάζεται δέ μεθ᾿ ἡδονῆς τήν συμβουλήν καί τῆς ἰδίας μορφῆς κρίνει τιμιωτέραν. Καί αὐτός μέν οὐκ οἰκοδομεῖ τόν τοῦ Θεοῦ ναόν. Παραπέμπει δέ τῷ υἱῷ δαψιλ. . . . δίδωσι τήν τε ὕλην καί τό παράδειγμα· διδασκόμενος. . . . . . ὡς οἶμαι,